- στενόσημος
- στενόσημοςwith narrow bordermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενόσημος — ον, Α 1. αυτός που έχει στενή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενόσημος (στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύ σημος] … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek